αγρεύσιμος

αγρεύσιμος
ος , ον легко попадающийся в ловушку (тж. перен. )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αγρεύσιμος" в других словарях:

  • αγρεύσιμος — η, ο (Μ ἀγρεύσιμος, ος, ον) αυτός που εύκολα αγρεύεται, συλλαμβάνεται, πιάνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρεύω + κατάλ. σιμος] …   Dictionary of Greek

  • αγρεύσιμος — η, ο εκείνος που εύκολα μπορεί να πιαστεί, να εξαπατηθεί, να παγιδευτεί: Από τις πρώτες κουβέντες κατάλαβε πως ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν αγρεύσιμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγρεύσιμον — ἀγρεύσιμος easy to catch masc acc sg ἀγρεύσιμος easy to catch neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγρεύω — (Α ἀγρεύω) νεοελλ. φρ. «αγρεύω την άγκυρα», τήν ανασύρω με τον γρίπο από τον βυθό τής θάλασσας, όπου έπεσε αφού αποσπάστηκε από την αλυσίδα τού πλοίου αρχ. 1. συλλαμβάνω σε κυνήγι ή ψάρεμα, πιάνω 2. επιζητώ, επιδιώκω 3. φρ. «ἀγρεύω τινὰ λόγῳ»,… …   Dictionary of Greek

  • θηρεύσιμος — η, ο (Α θηρεύσιμος, ον) [θηρεύω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί ή αξίζει κάποιος να θηρεύσει, αγρεύσιμος 2. κατορθωτός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»